ὑπερβολῶν

ὑπερβολῶν
ὑπερβολή
a throwing beyond
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • ηθικολόγος — ο, η 1. αυτός που μιλά, που πραγματεύεται περί ηθικής, που διδάσκει τί πρέπει να κάνεις κανείς και τί όχι 2. αυτός που δογματίζει συστηματικά περί ηθικής, αυτός που συνηθίζει να σχολιάζει συστηματικά τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • πανθεϊσμός — Δοξασία που τείνει να θεοποιήσει το σύμπαν και στην οποία φτάνει κανείς με τον φιλοσοφικό στοχασμό, ξεπερνώντας, εσωτερικά, μια πολυθεϊστική θρησκεία. Στον πολυθεϊσμό, οι θεοί ενυπάρχουν στη φύση, είναι οι ίδιες οι μορφές της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • Διήγησις ωραιοτάτη — Τίτλος ποιήματος που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Ο πλήρης τίτλος του είναι Διήγησις ωραιοτάτητου θαυμαστού εκείνου του λεγομένου Βελισσαρίου.Σώζεται σε τρεις παραλλαγές: α) της Βιέννης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Σαμίσο, Αντελμπερτ φον — (Chamisso). Γερμανός ποιητής γαλλικής καταγωγής (Πύργος ντε Μπονκούρ, Καμπανία 1781 Βερολίνο 1838). Κατάφυγε στη Γερμανία, μαζί με την οικογένεια του, μετά το 1789 και μεγάλωσε στην πρωσική αυλή· το 1806 εγκατάλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”